Πώς οι Έλληνες, ένας λαός «ποιητών και φιλοσόφων» δημιούργησαν μια σειρά από σπουδαία τεχνικά επιτεύγματα σε οικοδομική, γεωργία, ναυπηγική, πολεοδομία κλπ
Τα τεχνολογικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων είναι πολλά και σημαντικά. Υπάρχουν όμως δύο θεωρίες που, κατά κάποιο τρόπο, τα υποβαθμίζουν. Σύμφωνα με την πρώτη, οι Έλληνες δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να υιοθετήσουν τα επιτεύγματα των πολιτισμών της Ανατολής, ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη, οι Έλληνες ένας λαός «ποιητών και φιλοσόφων», όπως έχει γραφτεί, έμειναν σε ένα επίπεδο θεωρητικών διατυπώσεων και δεν προχώρησαν στο στάδιο της έμπρακτης εφαρμογής αυτών των σκέψεων, δηλαδή στην τεχνολογία.
Η απάντηση στην πρώτη θεωρία είναι ότι κανένας πολιτισμός δεν προέκυψε από παρθενογένεση, αλλά αναπτύχθηκε πάνω στο έδαφος και τα απομεινάρια άλλων, παλαιότερων. Επίσης, κάθε πολιτισμός επηρεάζεται σαφώς από τους άλλους, είτε με τον πόλεμο, είτε με την ειρηνική συνύπαρξη με αυτούς, είτε μέσω του εμπορίου. Σχεδόν πάντα, ένας πολιτισμός είναι υποχρεωμένος να προσαρμοστεί στις δικές του προκλήσεις και να αναζητήσει λύσεις.
Όσο για τη δεύτερη θεωρία, η τεχνολογία δεν είναι ανεξάρτητη από αισθητικά ή άλλα ιδεώδη των αρχών του πολιτισμού που υπηρετεί. Τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα των προγόνων μας, δεν είχαν καμία σχέση ούτε με τους ογκώδεις και μεγαλοπρεπείς αιγυπτιακούς ναούς, ούτε εξυμνούσαν στο διηνεκές απόλυτους μονάρχες, αλλά εξέφραζαν το πνεύμα της συμμετρίας, της αρμονίας και το γενικότερο πνεύμα της εποχής.
Η επιστήμη για τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιατρική. Από τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους ξεκινά μια πορεία που ολοκληρώνεται στους ελληνιστικούς χρόνους. Τότε, η τεχνολογία αποκτά ξεχωριστό χαρακτήρα από τη θεωρητική σκέψη.
Οι πολιτισμοί στην αρχαία Ελλάδα – Οι Μυκηναίοι
Τα ελληνικά φύλα άρχισαν να εγκαθίστανται βαθμιαία στον ελλαδικό χώρο γύρω στο 2.000 π.Χ., στα τέλη δηλαδή της Πρώτης Περιόδου της Εποχής του Χαλκού. Στον ελλαδικό χώρο βρήκαν έναν πολιτισμό που είχε δημιουργηθεί από πληθυσμούς, η εθνική σύνθεση των οποίων δεν είναι βέβαια και είναι γνωστοί με τη συλλογική ονομασία Προέλληνες. Στον πολιτισμό αυτό πρέπει να προστεθούν και οι πολιτισμοί του Αιγαίου, του οποίου ο πολιτισμός της ηπειρωτικής Ελλάδας αποτελούσε προέκταση: ο Μινωικός, ο Κυκλαδικός και ο πολιτισμός του ΒΑ Αιγαίου. Ο Μινωικός πολιτισμός, η ελληνικότητα του οποίου αποδείχτηκε από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ το 1952 από τους Βέντρις και Τσάντγουικ, εκτείνεται χρονολογικά από το 1.600 π.Χ. ως το 1.100 π.Χ.
Μετά το 1.400 π.Χ. και την κατάκτηση της Κρήτης, οι Μυκηναίοι κυριάρχησαν στην Ελλάδα με κορυφαίο κέντρο τις Μυκήνες και άλλα κέντρα την Τίρυνθα, την Πύλο, την Αθήνα, τη Θήβα, τον Ορχομενό και την Ιωλκό της Μαγνησίας. Όπως πληροφορούμαστε από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’, ιδιαίτερα αναπτυγμένες ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ στους χώρους αποθήκευσης των προϊόντων υπήρχε συστηματική καταγραφή τους. Η στρατιωτική εξάπλωση των Μυκηναίων και η διείσδυσή τους στην Ανατολή μέσω του εμπορίου έφερνε στην Ελλάδα μέταλλα, όπως ο χρυσός, αλλά και ο χαλκός που ήταν απαραίτητος για τις πολεμικές συγκρούσεις και τη βιοτεχνία.
Η οικοδομική που χρησιμοποιούσε πέτρες, πλίνθους και ξύλα έδωσε κατασκευές που ξεκινούσαν από απλές κατοικίες ως και μέγαρα και άλλες, όπως οχυρωματικά έργα, οδογέφυρες και θολωτούς τάφους. Οι Μυκηναίοι όμως, διακρίθηκαν και στη δημιουργία ενός ασφαλούς οδικού δικτύου. Δρόμοι χωρίς μεγάλες κλίσεις, χαραγμένοι με προσοχή σε ορεινές περιοχές, ακόμα και με πλάτος 3,5 – 4,5 μέτρα, οι οποίοι περνούσαν συχνά πάνω από μεγάλες οδογέφυρες. Η μεταλλοτεχνία, η αγγειοπλαστική και η ελεφαντουργία ήταν πολύ αναπτυγμένες. Οι θαλάσσιες μεταφορές διεξάγονταν με πλοία που είχαν έναν ιστό και συνήθως ήταν κωπήλατα. Ίσως το σημαντικότερο τεχνικό έργο αυτής της περιόδου ήταν η αποστράγγιση της Κωπαΐδας, η οποία από τους αρχαίους συγγραφείς αναφέρεται σαν έργο των Μινυών του Ορχομενού και η κυπριακή στρατιωτική οχυρωματική που εμφανίζεται κυρίως στο Κρηνί, κοντά στην Κερύνεια, με ένα λιθόκτιστο τείχος ενισχυμένο με πύργους, το οποίο σώζεται σε ύφος δύο μέτρων.
Η κλασική αρχαιότητα
Μετά την παρακμή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού ακολούθησαν μετακινήσεις ελληνικών φύλων που ως τότε ζούσαν στην περιφέρειά του. Σταδιακά, ο ελλαδικός χώρος έλαβε την εικόνα που είναι γνωστή στους περισσότερους από εμάς. Υπήρχαν ανταγωνισμοί πόλεων (Αθήνα, Σπάρτη, Θήβα) για την πρωτοκαθεδρία και ακολούθησε η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πριν όμως από την εξάπλωση και την κυριαρχία του Μακεδόνα στρατηλάτη στην Ανατολή, υπήρχε εξάπλωση των Ελλήνων στην Ανατολή (Μικρά Ασία), στον Βορρά (στα παράλια του Εύξεινου Πόντου) και στη Δύση (Κάτω Ιταλία, Σικελία), καθώς και με πολλά εμπορεία, δηλαδή λιμάνια με μεγάλη εμπορική κίνηση. Ορισμένα από αυτά, όπως η Μασσαλία, εξελίχθηκαν σε σπουδαίες πόλεις.
Τα επιτεύγματα της τεχνολογίας σε όλη αυτή τη μακραίωνη περίοδο ήταν πολλά και σημαντικά. Ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα ο Ησίοδος στο έργο του «Έργα και Ημέραι» μας δίνει πληροφορίες για τις τεχνικές που χρησιμοποιούνταν στην εποχή του, κυρίως στη γεωργία. Την πρώτη περιγραφή του αρότρου εκείνης της εποχής δίνει ο ίδιος. Με τη γεωργία ασχολήθηκαν επίσης σημαντικοί φιλόσοφοι και συγγραφείς της κλασικής αρχαιότητας (5ος-4ος π.Χ. αι.) όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοφώντας και ο Θεόφραστος. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα έγραψαν ειδικά γεωργικά εγχειρίδια όπου περιέχονται βελτιώσεις για τη γεωργική τεχνική που εφαρμοζόταν ως τότε αλλά και τις θεωρητικές απόψεις για τις αρχές από τις οποίες διέπεται η γεωργία. Σε συγγράμματα των παραπάνω και άλλων γίνεται λεπτομερειακή αναφορά για την ποιότητα των εδαφών, τις συνέπειες της διάβρωσης, για τη λίπανση με κοπριά ή για χλωρή λίπανση, για άρδευση, αποστράγγιση και καλλιέργεια του εδάφους, για τις καλλιεργούμενες ποικιλίες, τις μεθόδους σποράς και συγκομιδής όπως και για την αντιμετώπιση των διάφορων εχθρών των καλλιεργειών. Είναι σαφές ότι οι αρχαίοι Έλληνες έβαλαν τις βάσεις της επιστημονικής γεωργίας την οποία μετεξέλιξαν από εμπειρική τέχνη σε επιστήμη.
Εντυπωσιακός είναι και ο τρόπος με τον οποίο οι αρχαίοι Αθηναίοι αξιοποίησαν τη φτωχή γη τους. Όταν τα βοσκοτόπια της Αττικής ξεράθηκαν και τα καλλιεργήσιμα εδάφη ερημώθηκαν, στράφηκαν από την παραδοσιακή γεωργία και την κτηνοτροφία στην καλλιέργεια της ελιάς και στην εκμετάλλευση του εδάφους με εξόρυξη μεταλλευμάτων. Σήμερα ο Ελαιώνας της Αθήνας έχει έκταση 8.500 στρεμμάτων, ενώ στην αρχαιότητα καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση. Όσο για τον αριθμό των ελαιόδεντρων υπάρχει μαρτυρία για 117.000 ρίζες δένδρων στην αρχαιότητα, οι οποίες στα τέλη της τουρκοκρατίας είχαν φτάσει τις 150.000. Δυστυχώς η καταστροφή των δένδρων μετά τον εμπρησμό τους από τον Κιουταχή στη διάρκεια της Επανάστασης ήταν σχεδόν ολοκληρωτική.
Το ελαιόλαδο, το μόνο προϊόν του οποίου επιτρεπόταν η εξαγωγή, ανταλλασσόταν με το σιτάρι της Σκυθίας. Οι ανάγκες για τη μεταφορά του λαδιού όμως οδήγησαν στην άνθηση της αθηναϊκής αγγειοπλαστικής καθώς το συγκεκριμένο προϊόν έπρεπε να μεταφέρεται σε λαγήνια διαφόρων τύπων. Τα μεταλλεία του Λαυρίου θεωρείται ότι άρχισαν να αξιοποιούνται από το 3.000 π.Χ. Η συστηματική αξιοποίηση τους όμως ξεκίνησε από το 508 π.Χ. Ο μόλυβδος και, κυρίως ο άργυρος που εξορύσσονταν από αυτά πρόσφεραν οικονομικό πλούτο στην Αθήνα. Έτσι μπόρεσε να ναυπηγήσει τις τριήρεις που διέσωσαν στη Σαλαμίνα το 480 π.Χ. την ελευθερία της Ελλάδας και όχι μόνο, και αποτέλεσαν τη βάση της αθηναϊκής ηγεμονίας.
Ναυτιλία-Πολεμική τέχνη
Οι Έλληνες είναι ναυτικός λαός από τα πανάρχαια χρόνια. Έτσι μοιραία ασχολήθηκαν με τη ναυπηγική. Ναυπήγησαν διάφορους τύπους πλοίων, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η χρησιμοποίηση πολλών κωπηλατών σε σειρά ή σειρές σε κάθε πλευρά. Πολεμικά πλοία έλαβαν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία (περ. 1330 π.Χ.) στον Τρωικό Πόλεμο (περ. 1150-1100 π.Χ.) κλπ. Εντυπωσιακότερη εξέλιξη όμως στην ναυπηγική ήταν η ναυπήγηση κατά την κλασική περίοδο της τριήρους η οποία χρησιμοποιήθηκε από διάφορες ναυτικές πόλεις της αρχαίας Ελλάδος. Φυσικά οι αθηναϊκές τριήρεις ήταν οι πιο γνωστές. Γενικά, οι τριήρεις είχαν μήκος περίπου 45 μέτρα και πλάτος 6 μέτρα. Το σκάφος δεν είχε κατάστρωμα ενώ οι κωπηλάτες κάθονταν σε τρεις σειρές ανά πλευρά. Τα κουπιά στερεώνονταν στους σκαλμούς, ειδικές υποδοχές. Παρόμοια σκάφη χρησιμοποιούσαν δύο σειρές κωπηλατών σε κάθε πλευρά και ονομάζονταν διήρεις. Επίσης ναυπηγήθηκαν πεντήρεις και πεντηκόντοροι (με 50 κωπηλάτες, 25 σε κάθε πλευρά). Για τη συντήρηση και τη φύλαξη των πλοίων, κάθε πόλη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Πειραιά, διέθετε νεώρια με νεωσοίκους.
Και στην πολεμική τέχνη όμως οι αρχαίοι Έλληνες εισήγαγαν πολλές καινοτομίες. Συνέχισαν και βελτίωσαν τα παραδοσιακά αμυντικά και επιθετικά όπλα (δόρυ, ξίφος, ακόντιο, τόξο, σφενδόνη, ασπίδα, θώρακας, κνημίδες, άρμα, καταπέλτης). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άνθηση των εργαστηρίων που κατασκεύαζαν αυτά τα όπλα. Φυσικά και στον χώρο της τακτικής υπήρξαν καινοτομίες όπως η εμφάνιση των πελταστών (πολεμιστών με ελαφριά ασπίδα, την πέλτη) και της φάλαγγας. Στη μακεδονική φάλαγγα βασικό επιθετικό όπλο ήταν η σάρισα, δόρυ με μήκος περίπου 6 μέτρα που φτιαχνόταν συνήθως από ξύλο κρανιάς. Η μακεδονική φάλαγγα ήταν ακαταμάχητη μέχρι την εποχή της ακμής της ρωμαϊκής λεγεώνας. Το ευθύτονο (ευθύτονος καταπέλτης) ήταν οξύσφυρο τηλεβόλο που εκτόξευε μεγάλους λίθους ή σιδερένιους βόλους σε αρκετή απόσταση. Αν και οι καταπέλτες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τον Διονύσιο τον Πρεσβύτερο τον 4ο π.Χ. αιώνα, ο ευθύτονος καταπέλτης ήταν επινόηση του Αλεξανδρινού Ήρωνα (1ος π.Χ.-1ος μ.Χ. αι.). Ανάμεσα στις πολλές εφευρέσεις του ίδιου ήταν το σταθερό αυτόματο θέατρο(πρόδρομος του κινηματογράφου), η πυροσβεστική αντλία, το αυτόματο σπονδείο με κερματοδέκτη και ένας ατμοστρόβιλος που θεωρείται ως η πρώτη ατμομηχανή που επινοήθηκε. Σήμερα βέβαια όλοι παγκοσμίως θεωρούν ότι ο Σκωτσέζος Τζέιμς Βατ ήταν αυτός που επινόησε (1769) την πρώτη ατμομηχανή. Ουσιαστικά όμως απλώς την τελειοποίησε. Μια άλλη πολεμική μηχανή των αρχαίων ήταν το παλίντονο (παλίντονος καταπέλτης) ή τηλεβόλο του Φίλωνος του Βυζαντίου (280-220 π.Χ.). Ο ίδιος επινόησε και τη λεγόμενη «αυτόματη υπηρέτρια», ένα είδος ρομπότ. Γενικότερα η οχυρωματική και η πολιορκητική τέχνη εξελίχθηκαν σημαντικά από τα χρόνια του Φίλιππου Β’, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ελέπολις, πολιορκητική μηχανή που επινοήθηκε από τον Πολύειδο τον Θεσσαλό, στρατιωτικό μηχανικό του 4ου π.Χ. αιώνα όταν χρειάστηκε να βελτιώσει τον καλυμμένο πολιορκητικό κριό της πόλης του Βυζαντίου (στη θέση του οποίου χτίστηκε η Κωνσταντινούπολη από τον Μέγα Κωνσταντίνο).
Πολεοδομία-Μηχανική
Στην πολεοδομία, ξεχωριστή θέση κατέχει το Ιπποδάμειο σύστημα. Πρόκειται για πολεοδομικό σχέδιο σύμφωνα με το οποίο οι δρόμοι των πόλεων τέμνονται κάθετα μεταξύ τους. Παράδειγμα τέτοιας πόλης ήταν ο Πειραιάς, η αγορά του οποίου ονομάστηκε Ιπποδάμειος. Εισηγητής του παραπάνω πολεοδομικού σχεδίου ήταν ο Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Ιππόδαμος (498-408 π.Χ.). Μεταξύ του τέλους του 6ου π.Χ. αιώνα και του τέλους του 5ου π.Χ. αιώνα, πόλεις με ορθογώνιο σχέδιο ήταν η Μίλητος, το Μεταπόντιο, η Νεάπολη κ.ά.
Ανάλογο σχέδιο είχε οραματιστεί και ο Αριστοτέλης. Μια ιδανική πόλη με 10.000 κατοίκους χωρισμένους σε τεχνίτες, γεωργούς και στρατιωτικούς και το έδαφος διαιρεμένο σε ιερό, δημόσιο και ιδιωτικό. Τα πιο θεαματικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων όμως παρουσιάστηκαν στον χώρο της μηχανικής. Εμπειρική μηχανική γνώριζαν όλοι οι πολιτισμένοι λαοί, πολλά χρόνια προ Χριστού. Το πρώτο δείγμα θεωρητικής μηχανικής, μας δίνει η διάτρηση βουνού για τη δημιουργία υδραγωγείου στη Σάμο από τον Ευπαλίνο που έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Ο Ευπαλίνος καταγόταν από τα Μέγαρα, γι’ αυτό το λόγο δόθηκε το όνομά του σε μία από τις σήραγγες της Κακιάς Σκάλας. Όσο για το Ευπαλίνειο όρυγμα, μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO από το 1992, έχει μήκος 1.036 μέτρα και βρίσκεται στο Πυθαγόρειο της Σάμου. Η διάτρηση της σήραγγας έγινε ταυτόχρονα από τα δύο αντίθετα μέρη του βουνού κοντά στο Πυθαγόρειο μετά από θεωρητικό υπολογισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εργάτες δούλευαν συγχρόνως από αντίθετες φορές της ίδιας διεύθυνσης. Κατά τη συνάντηση τους παρεξέκλιναν περίπου 10 μέτρα, ακρίβεια αξιοθαύμαστη για την εποχή. Το Ευπαλίνειο Όρυγμα, πληροφορίες για το οποίο μας δίνει ο Ηρόδοτος, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της μηχανικής μέχρι σήμερα. Στην πρόοδο της μηχανικής, σημαντική ήταν η συμβολή του Εύδοξου, του Αρχύτα του Ταραντίνου, του Αρχιμήδη του Κτησίβιου (3ος π.Χ. αιώνας) και των Φίλωνα του Βυζαντίου και Ήρωνα στους οποίους αναφερθήκαμε.
Άλλες εφευρέσεις των αρχαίων Ελλήνων
Για να αναφέρουμε όλες τις εφευρέσεις των αρχαίων Ελλήνων, θα απαιτούνταν πολλά άρθρα. Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων είναι παγκόσμια γνωστός, άγνωστη όμως παραμένει μέχρι σήμερα η ακριβής χρήση του. Θεωρείται όμως ως ο αρχαιότερος αναλογικός υπολογιστής. Το οδόμετρο του Ήρωνα ήταν συσκευή για τη μέτρηση της διανυόμενης απόστασης ενός οχήματος στην ξηρά, κάτι σαν το ταχύμετρο (κοντέρ) των αυτοκινήτων. Ανάλογη κατασκευή του Ήρωνα ήταν το δρομόμετρο, οδόμετρο για πλοία. Το «ξυπνητήρι» του Πλάτωνα θεωρείται ως η πρώτη συσκευή αφύπνισης παγκοσμίως. Ο αστρολάβος, εφευρέτης του οποίου θεωρείται ο Ίππαρχος, ήταν όργανο παρατήρησης των αστέρων.
Σημαντική ήταν και η ανακάλυψη του Αρχιμήδη για ισορροπία στους μοχλούς, γνωστή σήμερα με την ονομασία «χρυσός κανόνας της μηχανικής» που περιέχεται στα θεωρήματα 6 και 7 της πραγματείας του με τίτλο «Μηχανικά ή Περί Επιπέδων Ισορροπιών».
Ύδραυλις: ο «πρόγονος» του εκκλησιαστικού οργάνου!
Και στη μουσική όμως οι επινοήσεις των αρχαίων Ελλήνων ήταν σημαντικές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η ύδραυλις, το παλαιότερο πληκτροφόρο μουσικό όργανο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εφευρέτης της θεωρείται ο Κτησίβιος ο Αλεξανδρινός (285-222 π.Χ.). Η ύπαρξή της είχε αμφισβητηθεί από πολλούς ιστορικούς ως τον Αύγουστο του 1992, οπότε ο αείμνηστος αρχαιολόγος Δημήτριος Παντερμαλής και οι συνεργάτες του κατά τις ανασκαφές τους στο Δίον της Πιερίας ανακάλυψαν τα θραύσματα μιας υδραύλεως προερχόμενης κυρίως από το άνω τμήμα της, το τμήμα των αυλών. Με περαιτέρω έρευνες στα υλικά των θραυσμάτων και μελέτη των αρχαίων μαρτυριών, η ύδραυλις ανακατασκευάστηκε με βάση το αρχαίο πρότυπο μουσικό όργανο. Στις 9 Αυγούστου 1996, στους Δελφούς, η ύδραυλις ήχησε ξανά, 22 αιώνες περίπου μετά τη δημιουργία της. Ακόμα πιο άγνωστο είναι ότι το 757 μ.Χ., ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ε’ έστειλε ως δώρο στον Φράγκο βασιλιά Πεπίνο τον Βραχύ ένα «όργανο» όπως ονομαζόταν πλέον η ύδραυλις. Το όργανο αυτό τελειοποιήθηκε και εξαπλώθηκε στη Δύση και εξελίχθηκε σταδιακά στο σημερινό εκκλησιαστικό μουσικό όργανο.
Μνημεία
Τα μνημεία των αρχαίων Ελλήνων είναι μοναδικά και αξεπέραστα μέχρι σήμερα. Ο Παρθενώνας και τα άλλα κτίσματα της Ακρόπολης είναι τα γνωστότερα. Αρχαίοι ναοί, αγάλματα, και άλλες κατασκευές κατατάσσονται στα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου (άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ναός της Αρτέμιδας στην Έφεσο, Κολοσσός της Ρόδου, Φάρος της Αλεξάνδρειας). Πολλά από αυτά σώζονται, με μικρές ή μεγάλες φθορές, σε διάφορες περιοχές όπου υπήρχαν Έλληνες, άλλα εκτίθενται σε μουσεία, ελληνικά και ξένα και άλλα βρίσκονται σε συλλογές ιδιωτών στο εξωτερικό καθώς όσοι πέρασαν ακόμα και ως περιηγητές από την Ελλάδα, θεώρησαν σωστό να πάρουν κάτι ως ενθύμιο για το σπίτι τους…
Επίλογος
Τα τεχνολογικά επιτεύγματα – θαύματα των αρχαίων Ελλήνων ήταν πολλά και σημαντικά. Κάποια δεν τα γνωρίζουμε, κάποια άλλα δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Η καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στέρησε από τις επόμενες γενιές πολύτιμες πληροφορίες.
Σήμερα την ίδια ώρα που γειτονικοί λαοί (Τούρκοι, Βούλγαροι, Αλβανοί κ.ά.) δείχνουν με περηφάνια τα ελληνικά μνημεία που βρίσκονται στις χώρες τους παρουσιάζοντάς τα μάλιστα συχνά ως δημιουργίες των προγόνων τους, κάποιοι στην Ελλάδα απαξιώνουν και λοιδορούν καθετί αρχαίο. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι με το άρθρο αυτό θα συνεισφέρουμε στη γνώση που αποτελεί σύμμαχο της αλήθειας και εφιάλτη του ψεύδους.
Βασική πηγή μας για το άρθρο αυτό ήταν το υπολήμμα «Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ» στο λήμμα «Τεχνολογία» της Εγκυκλοπαίδειας ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τόμος 57